τριφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_15)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐφόρος''': -ον, (ἢ κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 90, 21 τρίφορος) ὁ φέρων [[τρεῖς]] [[φοράς]], δηλ. ὁ καρποφορῶν [[τρεῖς]] [[φοράς]], Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 77Ε.
|lstext='''τρῐφόρος''': -ον, (ἢ κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 90, 21 τρίφορος) ὁ φέρων [[τρεῖς]] [[φοράς]], δηλ. ὁ καρποφορῶν [[τρεῖς]] [[φοράς]], Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 77Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[δέντρο]]) αυτός που καρποφορεί [[τρεις]] φορές («τὸν ἐρινεὸν εἶναί φησι... τριφόρον, [[ὥσπερ]] ἐν Κέω», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριφόρος Medium diacritics: τριφόρος Low diacritics: τριφόρος Capitals: ΤΡΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: triphóros Transliteration B: triphoros Transliteration C: triforos Beta Code: trifo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing thrice, of fruit-trees, Thphr. paraphrased by Ath.3.77e.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφόρος: -ον, (ἢ κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 90, 21 τρίφορος) ὁ φέρων τρεῖς φοράς, δηλ. ὁ καρποφορῶν τρεῖς φοράς, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 77Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δέντρο) αυτός που καρποφορεί τρεις φορές («τὸν ἐρινεὸν εἶναί φησι... τριφόρον, ὥσπερ ἐν Κέω», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φόρος].