τείχωμα: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_21)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τείχωμα''': τό, «[[φραγμός]]: τὸ [[περίφραγμα]] καὶ [[τείχωμα]] ἐντελές, [[ὅπερ]] ἐστὶ καὶ αἱμασιὰ» Α. Β. 314· - παρὰ Πολυβ. 4. 63, 2, νῦν διορθοῦται: τε χώμασιν.
|lstext='''τείχωμα''': τό, «[[φραγμός]]: τὸ [[περίφραγμα]] καὶ [[τείχωμα]] ἐντελές, [[ὅπερ]] ἐστὶ καὶ αἱμασιὰ» Α. Β. 314· - παρὰ Πολυβ. 4. 63, 2, νῦν διορθοῦται: τε χώμασιν.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[φραγμός]], [[φράχτης]], [[λιθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>: [[πέπλος]], <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>: [[πλευρά]])].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τείχωμα Medium diacritics: τείχωμα Low diacritics: τείχωμα Capitals: ΤΕΙΧΩΜΑ
Transliteration A: teíchōma Transliteration B: teichōma Transliteration C: teichoma Beta Code: tei/xwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gloss on φραγμός, AB314:—in Plb.4.63.2, τε χώμασιν is now restored.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, = τεῖχος, f. L. bei Pol. 4, 63.

Greek (Liddell-Scott)

τείχωμα: τό, «φραγμός: τὸ περίφραγμα καὶ τείχωμα ἐντελές, ὅπερ ἐστὶ καὶ αἱμασιὰ» Α. Β. 314· - παρὰ Πολυβ. 4. 63, 2, νῦν διορθοῦται: τε χώμασιν.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φραγμός, φράχτης, λιθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρά)].