τεκμαρτός: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_11) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκμαρτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς [[εἶδος]] ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3. | |lstext='''τεκμαρτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς [[εἶδος]] ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, -ό / [[τεκμαρτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τεκμαίρομαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να συμπεράνει, να συναγάγει ως [[συμπέρασμα]] από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τεκμαρτό [[εισόδημα]]» — το [[εισόδημα]] που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων<br />β) «τεκμαρτό [[ενοίκιο]]» — το θεωρητικό [[ενοίκιο]] για [[ιδιοκατοίκηση]] που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A possible to be determined, πρὸς εἶδος . . οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1082] woraus man Zeichen entnehmen, vermuthen, schließen oder urtheilen kann, οὐδὲν ἰδόντι τεκμαρτόν Cratin. bei Hephaest. p. 6.
Greek (Liddell-Scott)
τεκμαρτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς εἶδος ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3.
Greek Monolingual
ή, -ό / τεκμαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τεκμαίρομαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του
νεοελλ.
φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» — το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων
β) «τεκμαρτό ενοίκιο» — το θεωρητικό ενοίκιο για ιδιοκατοίκηση που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία.