ὑποζυγιώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_7) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποζῠγιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὑποζύγιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 696· πρβλ. Α. Β. 67. | |lstext='''ὑποζῠγιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὑποζύγιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 696· πρβλ. Α. Β. 67. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[ὑποζύγιον]]<br />όμοιος με [[υποζύγιο]] ή αυτός που αρμόζει σε [[υποζύγιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a beast of burden, Ar.Fr. 731. 2 as of an ass, οὖρον Archig. ap. Aët.13.120 (Wellmann Pneumatische Schule p.30).
German (Pape)
[Seite 1217] ες, einem Zug- od. Lastthier ähnlich, Phryn. in B. A. 67 u. E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποζῠγιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὑποζύγιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 696· πρβλ. Α. Β. 67.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ὑποζύγιον
όμοιος με υποζύγιο ή αυτός που αρμόζει σε υποζύγιο.