τυροξόος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_15)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡροξόος''': -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. [[κνῆστις]].
|lstext='''τῡροξόος''': -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. [[κνῆστις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ξύνει, που τρίβει [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ξόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[ξόος]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροξόος Medium diacritics: τυροξόος Low diacritics: τυροξόος Capitals: ΤΥΡΟΞΟΟΣ
Transliteration A: tyroxóos Transliteration B: tyroxoos Transliteration C: tyroksoos Beta Code: turoco/os

English (LSJ)

ον, (ξέω)

   A scraping cheese, Sch.D ll.11.639.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροξόος: -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. κνῆστις.

Greek Monolingual

-ον Α
(για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο-ξόος.