χερσονησοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />semblable à une presqu’île.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />semblable à une presqu’île.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και χερρονησοειδής, -ές, Α<br />όμοιος στο [[σχήμα]] με χερσόνησο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] /[[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
later χερρ-, ές,
A peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.
German (Pape)
[Seite 1351] ές, att. χεῤῥον., von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich; Her. 7, 22; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
χερσονησοειδής: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à une presqu’île.
Étymologie: χερσόνησος, εἶδος.
Greek Monolingual
και χερρονησοειδής, -ές, Α
όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + -ειδής].