σφαιρωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_15)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφαιρωτήρ''': ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, [[λωρίον]], [[ἐπειδὴ]] ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ [[λωρίον]] τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. [[σφαῖρα]] ὡς [[κόσμημα]] κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31).
|lstext='''σφαιρωτήρ''': ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, [[λωρίον]], [[ἐπειδὴ]] ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ [[λωρίον]] τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. [[σφαῖρα]] ὡς [[κόσμημα]] κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31).
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br />δερμάτινο [[λουρί]] υποδήματος<br /><b>αρχ.</b><br />σφαιροειδές [[κουμπί]] από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για [[διακόσμηση]] ή ως [[οικόσημο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σφαιρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γανω</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρωτήρ Medium diacritics: σφαιρωτήρ Low diacritics: σφαιρωτήρ Capitals: ΣΦΑΙΡΩΤΗΡ
Transliteration A: sphairōtḗr Transliteration B: sphairōtēr Transliteration C: sfairotir Beta Code: sfairwth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A thong, latchet, PLond.2.402v.22(ii B.C.), Hsch.; cf. σφυρωτήρ.    II a ball to ornament pillars, knop, LXX Ex.25.30(31): pl., as heraldic device, Tab.Heracl.1.184.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρωτήρ: ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, λωρίον, ἐπειδὴ ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. σφαῖρα ὡς κόσμημα κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
δερμάτινο λουρί υποδήματος
αρχ.
σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. γανω-τήρ)].