τραχυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_11)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχυντικός''': -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· [[μετὰ]] γεν. Διοσκ. 3. 79.
|lstext='''τρᾱχυντικός''': -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· [[μετὰ]] γεν. Διοσκ. 3. 79.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τραχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τραχύνω]]<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] τραχύ.
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυντικός Medium diacritics: τραχυντικός Low diacritics: τραχυντικός Capitals: ΤΡΑΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trachyntikós Transliteration B: trachyntikos Transliteration C: trachyntikos Beta Code: traxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A making rough, Arist.Pr.872b36: c. gen., τῆς ἀρτηρίας Dsc.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυντικός: -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ τραχύνω
αυτός που καθιστά κάτι τραχύ.