τιμοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἔχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. τιμῶχος και [[τιμάοχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τυμβ</i>-<i>οῦχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμουχος Medium diacritics: τιμοῦχος Low diacritics: τιμούχος Capitals: ΤΙΜΟΥΧΟΣ
Transliteration A: timoûchos Transliteration B: timouchos Transliteration C: timoychos Beta Code: ti/mouxos

English (LSJ)

(properisp.), ον, (ἔχω)

   A having honour, h.Ven.31, h.Cer.268 (in form τιμάοχος).    II the name of a magistrate in certain Greek cities, as Massilia, Str.4.1.5; Naucratis, Herm.Hist.2; Teos, SIG578.60 (ii B.C.); Lebedos, prob. in BCH52.165; Messene, Ael.Fr.39; applied to a woman, IG12(8).526 (Thasos): prob. title of officials of the Λλήνιον at Memphis, Wilcken Chr.30 i 16 (iii/ii B.C.):—Aeol. τιμῶχος Schwyzer631 A 2 (Methymna (found at Miletus), ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1116] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.

Greek (Liddell-Scott)

τιμοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ τιμάοχος). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, αὐτόθι 2162.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).
Étymologie: τιμή, ἔχω.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές
2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. τυμβ-οῦχος].