τιμάοχος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον, v. τιμοῦχος.
German (Pape)
[Seite 1114] poet. statt τιμοῦχος, Ehre, ein Ehrenamt habend, geehrt, verehrt, H. h. Ven. 31 Cer. 269.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré, célébré.
Étymologie: τιμή, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμάοχος: чтимый, прославляемый (Δημήτηρ HH).
Greek (Liddell-Scott)
τῑμάοχος: -ον, Δωρικ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ τιμοῦχος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. και επικ. τ.) βλ. τιμοῦχος.
Greek Monotonic
τῑμάοχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει τιμή, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
τῑμά-οχος, ον, [ἔχω]
having honour, Hhymn.