φιλόκοινος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime la communauté, le partage.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κοινός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime la communauté, le partage.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κοινός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, [[κοινωνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκοινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις κοινωνικές συναναστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A liking to share the common lot, AP9.546 (Antiphil.). II loving the common weal, τὸ φ. Sch. S.OT669.
German (Pape)
[Seite 1281] das Gemeine liebend, Antiphil. 44 (IX, 546).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκοινος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν κοινόν, τὴν κοινωνίαν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 546. ΙΙ. τὸ φιλόκοινον, ἡ πρὸ τὸ κοινὸν καλὸν ἀγάπη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 669.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la communauté, le partage.
Étymologie: φίλος, κοινός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκοινον
η αγάπη για τις κοινωνικές συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κοινός.