φιλόμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόμβροτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς βροτούς, δηλ. τοὺς θνητούς, Μάξιμ. π. καταρχ. 456. | |lstext='''φῐλόμβροτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς βροτούς, δηλ. τοὺς θνητούς, Μάξιμ. π. καταρχ. 456. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, [[φιλάνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>μροτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A pleasing to mortals, Max.456, Orph.Fr.280.
German (Pape)
[Seite 1282] Menschen liebend, Maxim. 456.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμβροτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς βροτούς, δηλ. τοὺς θνητούς, Μάξιμ. π. καταρχ. 456.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός), πρβλ. τερψί-μβροτος].