ὑδροσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(6_15) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροσκόπος''': ὁ, ὁ ἀναζητῶν [[ὕδωρ]], ἐξετάζων τὸν τόπον πρὸς ἀνεύρεσιν μερῶν [[ἔνθα]] ὑπάρχουσιν ὕδατα, Γλωσσ. | |lstext='''ὑδροσκόπος''': ὁ, ὁ ἀναζητῶν [[ὕδωρ]], ἐξετάζων τὸν τόπον πρὸς ἀνεύρεσιν μερῶν [[ἔνθα]] ὑπάρχουσιν ὕδατα, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑδροσκόπος]], ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την [[κατασκευή]] φρεάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A water-seeker, well-sinker, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1174] Wasser suchend, auffindend, ὁ ὑδροσκόπος, Wassersucher, Brunnengräber (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροσκόπος: ὁ, ὁ ἀναζητῶν ὕδωρ, ἐξετάζων τὸν τόπον πρὸς ἀνεύρεσιν μερῶν ἔνθα ὑπάρχουσιν ὕδατα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].