φιλόκενος: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
(6_18)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόκενος''': -ον, ὁ φιλῶν τὰ κενά, τὰ μάταια, «φιλόκενον [[στόμα]], ματαιολόγον» Σουΐδ.
|lstext='''φῐλόκενος''': -ον, ὁ φιλῶν τὰ κενά, τὰ μάταια, «φιλόκενον [[στόμα]], ματαιολόγον» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να χρησιμοποιεί λέξεις [[χωρίς]] [[νόημα]] («φιλόκενον [[στόμα]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κενός]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκενος Medium diacritics: φιλόκενος Low diacritics: φιλόκενος Capitals: ΦΙΛΟΚΕΝΟΣ
Transliteration A: philókenos Transliteration B: philokenos Transliteration C: filokenos Beta Code: filo/kenos

English (LSJ)

ον,

   A loving emptiness, στόμα( = ματαιολόγον) Suid.

German (Pape)

[Seite 1280] das Leere liebend, leeren Schein, Prunk liebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκενος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ κενά, τὰ μάταια, «φιλόκενον στόμα, ματαιολόγον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει την τάση να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς νόημα («φιλόκενον στόμα», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κενός.