συνηγορικός: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la défense en justice ; τὸ συνηγορικόν honoraires d’un avocat.<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne la défense en justice ; τὸ συνηγορικόν honoraires d’un avocat.<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συνηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνήγορος]] / [[συνηγορία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη [[συνηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνηγορικόν</i><br />ο [[μισθός]] του συνηγόρου, [[ιδίως]] του δημοσίου, [[καθώς]] μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνηγορικώς</i> / <i>συνηγορικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνηγορικά</i> Ν<br />με συνηγορικό τρόπο, όπως [[ένας]] [[συνήγορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a συνήγορος, Poll.4.25, etc. Adv. -κῶς ib.26. II τὸ σ. advocate's fee, paid to public συνήγοροι, Ar. V.691, cf. Sch. ad loc.: in Egypt, Ostr.1537 (ii B.C.), PLeid.F.ap. Wilcken Ostr.i p.302.
Greek (Liddell-Scott)
συνηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συνήγορον, Πολυδ. Δϳ, 25, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 26. ΙΙ. τὸ συνηγορικόν, ὁ μισθὸς τοῦ συνηγόρου ἢ δικηγόρου, ὅστις ἦτο μία δραχμὴ τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ ἐδίδετο (ὡς φαίνεται) μόνον εἰς τοὺς δημοσίους συνηγόρους, Ἀριστοφ. Σφ. 691, πρβλ. Böckh P. E. 1, σ. 317˙ ― διότι εἰς τοὺς ἰδιωτικοὺς συνηγόρους ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ λαμβάνωσι μισθόν, οἱ δὲ παραβαίνοντες ἐτιμωροῦντο, Νόμ. παρὰ Δημ. 1137. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la défense en justice ; τὸ συνηγορικόν honoraires d’un avocat.
Étymologie: συνήγορος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνήγορος / συνηγορία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν
ο μισθός του συνηγόρου, ιδίως του δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται.
επίρρ...
συνηγορικώς / συνηγορικῶς ΝΜΑ, και συνηγορικά Ν
με συνηγορικό τρόπο, όπως ένας συνήγορος.