τετραποδίζω: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_20) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρᾰποδίζω''': περιπατῶ μὲ τὰ τέσσαρα, «ἀρκουδίζω», ὡς τὰ μικρὰ [[παιδία]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 48, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. εἰλύεται. | |lstext='''τετρᾰποδίζω''': περιπατῶ μὲ τὰ τέσσαρα, «ἀρκουδίζω», ὡς τὰ μικρὰ [[παιδία]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 48, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. εἰλύεται. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[τετράπους]], -<i>οδος</i>]<br />[[βαδίζω]] στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, [[περπατώ]] με τα [[τέσσερα]], [[μπουσουλώ]] («τὸ πρῶτον [[παιδίον]] ὤν ἕρπει τετραποδίζων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιπποειδή) [[προχωρώ]] [[βάδην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A go on all fours, Arist.HA501a3; = quadripedo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1099] auf vier Füßen gehen, wie ein vierfüßiges Thier gehen oder leben, von Menschen, Arist. H. A. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰποδίζω: περιπατῶ μὲ τὰ τέσσαρα, «ἀρκουδίζω», ὡς τὰ μικρὰ παιδία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 48, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. εἰλύεται.
Greek Monolingual
ΝΑ τετράπους, -οδος]
βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(για ιπποειδή) προχωρώ βάδην.