τηθία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_9) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηθία''': ἡ, = [[τήθη]] ἢ [[τηθίς]], Εὐστ. 971. 43. | |lstext='''τηθία''': ἡ, = [[τήθη]] ἢ [[τηθίς]], Εὐστ. 971. 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[τήθη]]<br /><b>1.</b> η [[τήθη]], η [[γιαγιά]]<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσφώνηση]] σε ηλικιωμένες γυναίκες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = τήθη, old woman, Eust.971.43.
German (Pape)
[Seite 1105] ἡ, = τηθίς, übh. ehrendes Anredewort an alte Frauen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τηθία: ἡ, = τήθη ἢ τηθίς, Εὐστ. 971. 43.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ τήθη
1. η τήθη, η γιαγιά
2. τιμητική προσφώνηση σε ηλικιωμένες γυναίκες.