τοξήρης: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]]. | |btext=ης, ες :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόξο]], [[τοξικός]] («τοξήρη σάγην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[ψαλμός]]» — [[ήχος]] που παράγεται από [[χορδή]] τόξου, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι), <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.). 2 = τοξικός, τ. σαγή Id.HF188; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.
Greek (Liddell-Scott)
τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
armé d’un arc.
Étymologie: τόξον.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
1. οπλισμένος με τόξο («τοξήρης χείρ», Ευρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)
3. αυτός που προέρχεται από τόξο («τοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης (Ι), πρβλ. ποδ-ήρης.