τραπεζώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6_9)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζώ''': ἡ, = [[τραπεζοφόρος]] 2, «[[τραπεζώ]]· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).
|lstext='''τρᾰπεζώ''': ἡ, = [[τραπεζοφόρος]] 2, «[[τραπεζώ]]· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-οῦς, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στην Αθήνα) [[ιέρεια]] της Παλλάδος, [[τραπεζοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. τ. της λ. [[τραπεζοφόρος]] σχηματισμένος από τη λ. [[τράπεζα]] με κατάλ. -<i>ώ</i>].———————— <b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[τραπεζώνω]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζώ Medium diacritics: τραπεζώ Low diacritics: τραπεζώ Capitals: ΤΡΑΠΕΖΩ
Transliteration A: trapezṓ Transliteration B: trapezō Transliteration C: trapezo Beta Code: trapezw/

English (LSJ)

ἡ,

   A = τραπεζοφόρος 2, Hsch. (τραπεζών cod.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζώ: ἡ, = τραπεζοφόρος 2, «τραπεζώ· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).

Greek Monolingual

(I)
-οῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος, τραπεζοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. της λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. -ώ].———————— (II)
-όω, Α
βλ. τραπεζώνω.