τρίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_17)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίκροτος''': -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης [[τρεῖς]] στοίχους κωπῶν [[ἑκατέρωθεν]], Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. [[δίκροτος]], [[μονόκροτος]].
|lstext='''τρίκροτος''': -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης [[τρεῖς]] στοίχους κωπῶν [[ἑκατέρωθεν]], Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. [[δίκροτος]], [[μονόκροτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκροτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίκροτο</i><br />παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο [[πλοίο]] με [[τρία]] επάλληλα πυροβολεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρίκροτος]] [[σφυγμός]]» — [[δίκροτος]] [[σφυγμός]] που ακολοθείται από [[εκτακτοσυστολή]], [[έτσι]] ώστε στο [[σφυγμογράφημα]] να εμφανίζονται δύο επάρματα στο [[κατιόν]] [[σκέλος]] της καμπύλης του σφυγμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πολεμικό [[πλοίο]]) αυτός που κωπηλατείται με τριπλό [[χτύπημα]] τών κουπιών, αυτός που έχει και από τις δύο πλευρές [[τρεις]] σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i> -<i>κροτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκροτος Medium diacritics: τρίκροτος Low diacritics: τρίκροτος Capitals: ΤΡΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: tríkrotos Transliteration B: trikrotos Transliteration C: trikrotos Beta Code: tri/krotos

English (LSJ)

ον,

   A rowed with triple stroke, of a trireme, Aristid.Or.25(43).4; sc. ναῦς, Sch.Ael.Tact.p.234K.-R.: cf. δίκροτος, μονόκροτος.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκροτος: -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης τρεῖς στοίχους κωπῶν ἑκατέρωθεν, Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. δίκροτος, μονόκροτος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκροτος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο
παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία
2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» — δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να εμφανίζονται δύο επάρματα στο κατιόν σκέλος της καμπύλης του σφυγμού
μσν.-αρχ.
(για πολεμικό πλοίο) αυτός που κωπηλατείται με τριπλό χτύπημα τών κουπιών, αυτός που έχει και από τις δύο πλευρές τρεις σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κρότος (πρβλ. δί -κροτος)].