μονόκροτος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκροτος Medium diacritics: μονόκροτος Low diacritics: μονόκροτος Capitals: ΜΟΝΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: monókrotos Transliteration B: monokrotos Transliteration C: monokrotos Beta Code: mono/krotos

English (LSJ)

ναῦς, a vessel with one squad of rowers, opp. δίκροτος, X.HG2.1.28, cf.Arch.Pap.8.197, Str.7.7.6, Ael.Tact.[4].

German (Pape)

[Seite 203] sich durch einen Schlag bewegend, mit einer Reihe Ruderbänke; νῆες, Xen. Hell. 2, 1, 28; Strab. VII, 325. Vgl. δίκροτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne frappe qu'un coup, càd qui n'a qu'un rang de rames.
Étymologie: μόνος, κροτέω.

Russian (Dvoretsky)

μονόκροτος: движимый одним лишь ударом (весел), т. е. с одним рядом гребцов (νῆες Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόκροτος: ναῦς, πλοῖον ἔχον μίαν σειρὰν κωπῶν, ἀντίθετ. τῷ δίκροτος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28, πρβλ. Στράβ. 325.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκροτος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μονόκροτο
είδος πολεμικού πλοίου το οποίο έχει ένα επίφρακτο πυροβολείο
αρχ.
(για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρότος (< κροτῶ), πρβλ. υψίκροτος].

Greek Monotonic

μονόκροτος: -ον (κροτέω), πλοίο με μία μόνο σειρά κουπιών, σε Ξεν.

Middle Liddell

μονό-κροτος, ον κροτέω
with one bank of oars, Xen.

English (Woodhouse)

having one bank of oars

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)