τρισσοφαής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_7)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισσοφαής''': -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.
|lstext='''τρισσοφαής''': -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με [[τρεις]] πηγές φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρισσός]] «[[τριπλός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φᾶος</i> «φως»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑπτα</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισσοφαής: -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με τρεις πηγές φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φαής (< φᾶος «φως»), πρβλ. ἑπτα-φαής].