τριπέδων: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_22) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐπέδων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ([[πέδη]]) [[δοῦλος]] τρὶς δεσμευθείς, ἢ [[κάλλιον]] «ὁ [[πολλάκις]] πεδηθεὶς [[κακοῦργος]] [[δοῦλος]]», Λατιν. trifuncifer, Εὐστάθ. 1542. 49, ἴδε Bgk. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 974. | |lstext='''τρῐπέδων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ([[πέδη]]) [[δοῦλος]] τρὶς δεσμευθείς, ἢ [[κάλλιον]] «ὁ [[πολλάκις]] πεδηθεὶς [[κακοῦργος]] [[δοῦλος]]», Λατιν. trifuncifer, Εὐστάθ. 1542. 49, ἴδε Bgk. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 974. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[δούλος]] ή [[κακοποιός]] που του έχουν βάλει [[δεσμά]] [[τρεις]] ή και περισσότερες φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ὀψι</i>-[[πέδων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη)
A a slave who has been often in fetters, Ar.Byz. ap. Hdn.Epim.289, Eust.725.30, 1542.49.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπέδων: -ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) δοῦλος τρὶς δεσμευθείς, ἢ κάλλιον «ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος», Λατιν. trifuncifer, Εὐστάθ. 1542. 49, ἴδε Bgk. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 974.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Μ
δούλος ή κακοποιός που του έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι-πέδων.