ὑγραντικός: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_10) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγραντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ὕγρανσιν, τῆς ἕξεως Δίφιλ. Βίον. παρ’ Ἀθην. 59Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 215. | |lstext='''ὑγραντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ὕγρανσιν, τῆς ἕξεως Δίφιλ. Βίον. παρ’ Ἀθην. 59Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 215. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑγραντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑγραίνω]]<br />αυτός που προκαλεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για ύγρανση. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for wetting or moistening, τῆς ἕξεως Diph. Siph. ap. Ath.2.59b, cf. Gal.15.735, Ptol.Tetr.18.
German (Pape)
[Seite 1171] zum Benetzen, Anfeuchten geschickt, bei Ath. II, 59 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγραντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὕγρανσιν, τῆς ἕξεως Δίφιλ. Βίον. παρ’ Ἀθην. 59Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 215.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑγραντικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑγραίνω
αυτός που προκαλεί ή είναι κατάλληλος για ύγρανση.