ὑμνῳδός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui chante un hymne <i>ou</i> des hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui chante un hymne <i>ou</i> des hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η / [[ὑμνῳδός]], -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α<br />αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, [[υμνογράφος]], [[ψαλμωδός]]·2. [[εγκωμιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑμνῳδοί</i><br />άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑμνῳδῶς</i> Μ<br />με υμνωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τραγ</i>-<i>ῳδός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A singing hymns, κόραι Id.HF394 (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν Diog.Ath.1.5; ὑμνῳδοί, οἱ, choral singers, Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), BMus.Inscr.481*.296 (Ephesus), CIG3148.39 (Smyrna), etc.
German (Pape)
[Seite 1179] Hymnen und Lieder singend, κόραι Eur. Herc. fur. 394.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui chante un hymne ou des hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.
Greek Monolingual
ο, η / ὑμνῳδός, -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α
αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί
άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν.
επίρρ...
ὑμνῳδῶς Μ
με υμνωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ῳδός].