φαντός: Difference between revisions
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
(6_10) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαντός''': -ή, -όν, (φαίνομαι) [[ὁρατός]], Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ [[γλῶσσα]] φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127. | |lstext='''φαντός''': -ή, -όν, (φαίνομαι) [[ὁρατός]], Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ [[γλῶσσα]] φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που φαίνεται, [[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φᾰν</i>- του [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].———————— <b>(II)</b><br />ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φα</i>(<i>ν</i>)- του [[φημί]] (<b>πρβλ.</b> [[φάσις]])].———————— <b>(III)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>βλ.</b> [[υφαντός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (φαίνομαι)
A visible, Orph.Fr.75.
Greek (Liddell-Scott)
φαντός: -ή, -όν, (φαίνομαι) ὁρατός, Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ γλῶσσα φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -όν, Α
αυτός που φαίνεται, ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -τός].———————— (II)
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να λεχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φα(ν)- του φημί (πρβλ. φάσις)].———————— (III)
-ή, -ό, Ν
βλ. υφαντός.