φιλοκαθάριος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(6_18) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοκᾰθάριος''': -ον, ὁ φιλῶν τὴν καθαριότητα, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 90. | |lstext='''φῐλοκᾰθάριος''': -ον, ὁ φιλῶν τὴν καθαριότητα, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 90. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[φιλοκάθαρος]]<br />[[φιλοκάθαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A loving cleanliness, Vett.Val.3.24, Procl.Par.Ptol.90:—also φῐλο-κάθᾰρος, ον, Ptol.Tetr.63: τὸ φ. ib.62.
German (Pape)
[Seite 1280] Reinlichkeit liebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰθάριος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν καθαριότητα, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 90.
Greek Monolingual
-ον, Α φιλοκάθαρος
φιλοκάθαρος.