Φωκεύς: Difference between revisions
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>pl. épq.</i> ῆες, <i>att.</i> ῆς, <i>ion.</i> έες;<br />habitant de la Phocide, Phocidien <i>ou</i> Phocéen.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Φωκίς]]. | |btext=έως (ὁ) :<br /><i>pl. épq.</i> ῆες, <i>att.</i> ῆς, <i>ion.</i> έες;<br />habitant de la Phocide, Phocidien <i>ou</i> Phocéen.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Φωκίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ο, ΝΑ<br />ο [[κάτοικος]] της Φωκίδας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από τη [[Φωκίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φωκ</i>-<i>ίς</i>, -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δωρι</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A Phocian, Ep. gen. pl. Φωκήων Il.2.517, al.; nom. pl. Φωκέες Hdt.1.146, Φωκῆς S.El.1107, 1442, Th.2.9; gen. Φωκέων A.Pers.485, etc. II Φωκίς (sc. γῆ), ίδος, ἡ, Phocis, X.HG3.5.4, etc.; as Adj., Phocian, γῆ, χθών, S.OT733, E.IA261 (lyr.); ὁδός Id.Ph.38; γλῶσσα A.Ch.564. III Adj. Φωκικός, ή, όν, Phocian, πόλεμος D.2.7, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Φωκεύς: έως, ὁ, κάτοικος Φωκίδος, Ἰλ. Β. 517 (ἐν τῇ Ἐπικ. γεν. πληθ. Φωκήων), κ. ἀλλ.· ὀνομ. πληθ. Φωκέες Ἡρόδοτ. 1. 146, Φωκεῖς Θουκ. 1. 107, Φωκῆς Σοφ. Ἠλ. 1107, 1442, γεν. Φωκέων Αἰσχύλ. Πέρσ. 485, κλπ. ΙΙ. Φωκὶς (ἐξυπακ. γῆ), ἡ, χώρα ἐπὶ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου πρὸς δυσμὰς τῆς Βοιωτίας, Ξεν., κλπ.· ὡς ἐπίθετ., Φωκική, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 733, χθὼν Φ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 261· ὁδὸς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 38 γλῶσσα Αἰσχύλ. Χο. 564. ΙΙΙ. Ἐπίθ. Φωκικός, ή, όν, Δημ. 20. 4. κλπ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pl. épq. ῆες, att. ῆς, ion. έες;
habitant de la Phocide, Phocidien ou Phocéen.
Étymologie: DELG Φωκίς.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ
ο κάτοικος της Φωκίδας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από τη Φωκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φωκ-ίς, -ίδος + κατάλ. -εύς (πρβλ. δωρι-εύς)].