χελωνός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(6_14)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χελωνός''': ὁ, ἡ [[θαλασσία]] [[χελώνη]], «τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες» Ἡσύχ. (ὡς ὁ Λοβέκ. ἀντὶ χελῶνος).
|lstext='''χελωνός''': ὁ, ἡ [[θαλασσία]] [[χελώνη]], «τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες» Ἡσύχ. (ὡς ὁ Λοβέκ. ἀντὶ χελῶνος).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />θαλάσσια [[χελώνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] τα αρσ.].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελωνός Medium diacritics: χελωνός Low diacritics: χελωνός Capitals: ΧΕΛΩΝΟΣ
Transliteration A: chelōnós Transliteration B: chelōnos Transliteration C: chelonos Beta Code: xelwno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A turtle, Hsch. (Lobeck for χελῶνος).

Greek (Liddell-Scott)

χελωνός: ὁ, ἡ θαλασσία χελώνη, «τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες» Ἡσύχ. (ὡς ὁ Λοβέκ. ἀντὶ χελῶνος).

Greek Monolingual

ὁ, Α
θαλάσσια χελώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].