χηνοβοσκός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(6_14) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χηνοβοσκός''': ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74. | |lstext='''χηνοβοσκός''': ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χηνοβόσκος]], ὁ, ΜΑ<br />[[χηνοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i> / [[χήνα]] <span style="color: red;">+</span> [[βοσκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>χοιρο</i>-[[βοσκός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A gooseherd, Cratin.46, PTeb.701.290 (iii B. C.), Ostr.Bodl. i304 (ii B. C.), Sammelb.6254 (ii B. C.), D.S.1.74; βασιλικοὶ χ. PPetr.2p.25 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1353] Gänse fütternd, haltend, Cratin. bei Ath. VII, 384 b.
Greek (Liddell-Scott)
χηνοβοσκός: ὁ βόσκων χῆνας, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 12, Διόδ. 1. 74.
Greek Monolingual
και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ
χηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιρο-βοσκός)].