μισητής: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(25) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑσητής''': -οῦ, ὁ, ([[μισέω]]) ὁ μισῶν, Γλωσσ. | |lstext='''μῑσητής''': -οῦ, ὁ, ([[μισέω]]) ὁ μισῶν, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισητής]], Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [[μισώ]]<br />αυτός που μισεί κάποιον, ο [[εχθρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισητής]], Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [[μισώ]]<br />αυτός που μισεί κάποιον, ο [[εχθρός]]. | |mltxt=[[μισητής]], Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [[μισώ]]<br />αυτός που μισεί κάποιον, ο [[εχθρός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 6 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hater, Gloss.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Hasser.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσητής: -οῦ, ὁ, (μισέω) ὁ μισῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.
Greek Monolingual
μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.