άφθα: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(7)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και ἄφθρα)<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. [[άφτρα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>άφθρα</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άφθα]]. <i>Ο</i> τ. [[άφθα]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. <i>aphtha</i>)].
|mltxt=και [[άφτρα]], η (AM [[ἄφθα]], Μ και ἄφθρα)<br />[[αβαθής]] και επώδυνη [[έλκωση]] του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λέξεως με το ρ. [[άπτω]] αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. [[άφτρα]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>άφθρα</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άφθα]]. <i>Ο</i> τ. [[άφθα]] έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] (<b>πρβλ.</b> νεολατιν. <i>aphtha</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:40, 22 December 2018

Greek Monolingual

και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)
αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λέξεως με το ρ. άπτω αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. άφτρα < μσν. άφθρα < αρχ. άφθα. Ο τ. άφθα έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphtha)].