ανάσα: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> ανάσασμα, [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> μικρό [[διάλειμμα]] στην [[εργασία]], [[ανάπαυλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανασαίνω]], υποχωρητ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανασταίνω]]: [[ανάστα]])].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> ανάσασμα, [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> μικρό [[διάλειμμα]] στην [[εργασία]], [[ανάπαυλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανασαίνω]], υποχωρητ. (πρβλ. [[ανασταίνω]]: [[ανάστα]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 23 December 2018

Greek Monolingual

η
1. ανάσασμα, αναπνοή
2. μικρό διάλειμμα στην εργασία, ανάπαυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασαίνω, υποχωρητ. (πρβλ. ανασταίνω: ανάστα)].