αυλώπις: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(7) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐλῶπις]], η (Α)<br /><b>1.</b> «[[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]]» ([[Όμηρος]])<br />[[περικεφαλαία]] με σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]] ή με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια<br /><b>2.</b> «[[αὐλῶπις]] [[λόγχη]]» — η [[λόγχη]] που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i>, θηλ. του -<i>ωπος</i>. Η [[σημασία]] της λ. [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]]», «([[περικεφαλαία]]) με [[τέσσερα]] [[άκρα]]», όταν προσδιορίζει το ουσ. [[τρυφάλεια]], «([[περικεφαλαία]]) με στενό [[γείσο]]» ή [[ακόμη]] «([[περικεφαλαία]]) με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -<i>ωπις</i> παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη [[σημασία]] ( | |mltxt=[[αὐλῶπις]], η (Α)<br /><b>1.</b> «[[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]]» ([[Όμηρος]])<br />[[περικεφαλαία]] με σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]] ή με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια<br /><b>2.</b> «[[αὐλῶπις]] [[λόγχη]]» — η [[λόγχη]] που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i>, θηλ. του -<i>ωπος</i>. Η [[σημασία]] της λ. [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]]», «([[περικεφαλαία]]) με [[τέσσερα]] [[άκρα]]», όταν προσδιορίζει το ουσ. [[τρυφάλεια]], «([[περικεφαλαία]]) με στενό [[γείσο]]» ή [[ακόμη]] «([[περικεφαλαία]]) με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -<i>ωπις</i> παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη [[σημασία]] (πρβλ. <i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>ο</i>- [[οπός]] «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 23 December 2018
Greek Monolingual
αὐλῶπις, η (Α)
1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος)
περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια
2. «αὐλῶπις λόγχη» — η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπις, θηλ. του -ωπος. Η σημασία της λ. είναι πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο», «(περικεφαλαία) με τέσσερα άκρα», όταν προσδιορίζει το ουσ. τρυφάλεια, «(περικεφαλαία) με στενό γείσο» ή ακόμη «(περικεφαλαία) με στενή σχισμή για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -ωπις παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη σημασία (πρβλ. όπ-ωπ-α, ο- οπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»)].