αρματηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἁρματηλάτης]])<br />αυτός που οδηγεί [[άρμα]] ή που κινείται με [[άρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πολεμά [[πάνω]] στο [[άρμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[στρατηλάτης]], [[ταυρηλάτης]]). Το -<i>η</i>- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=ο (AM [[ἁρματηλάτης]])<br />αυτός που οδηγεί [[άρμα]] ή που κινείται με [[άρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πολεμά [[πάνω]] στο [[άρμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]] (πρβλ. [[στρατηλάτης]], [[ταυρηλάτης]]). Το -<i>η</i>- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (AM ἁρματηλάτης)
αυτός που οδηγεί άρμα ή που κινείται με άρμα
αρχ.
αυτός που πολεμά πάνω στο άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατης < ελαύνω (πρβλ. στρατηλάτης, ταυρηλάτης). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].