αἱμακτός: Difference between revisions
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[sangriento]] χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.<i>IT</i> 645. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[sangriento]] χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.<i>IT</i> 645. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἱμακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱμάσσω]], αυτός που έχει αναμιχθεί με [[αίμα]], αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.
Greek Monotonic
αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.