αἰνικτήριος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6_16) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰνικτήριος''': -ον, [[λέξις]] γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. -ίως, αἰνιγματωδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 949. | |lstext='''αἰνικτήριος''': -ον, [[λέξις]] γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. -ίως, αἰνιγματωδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 949. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰνικτήριος:''' -ον, [[λέξη]] γνωστή από το επίρρ. <i>-ίως</i>, [[αινιγματικός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, known from the Adv. ίως
A in riddles, A.Pr. 949.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνικτήριος: -ον, λέξις γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. -ίως, αἰνιγματωδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 949.
Greek Monotonic
αἰνικτήριος: -ον, λέξη γνωστή από το επίρρ. -ίως, αινιγματικός, σε Αισχύλ.