αἰνικτήριος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνικτήριος Medium diacritics: αἰνικτήριος Low diacritics: αινικτήριος Capitals: ΑΙΝΙΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: ainiktḗrios Transliteration B: ainiktērios Transliteration C: ainiktirios Beta Code: ai)nikth/rios

English (LSJ)

αἰνικτήριον, known from the Adv. αἰνικτηρίως = in riddles, A.Pr. 949.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνικτήριος: -ον, λέξις γνωστὴ ἐκ τοῦ ἐπιρρ. αἰνικτηρίως, αἰνιγματωδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 949.

Greek Monotonic

αἰνικτήριος: -ον, λέξη γνωστή από το επίρρ. αἰνικτηρίως, αινιγματικός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[from αἰνίσσομαι
known from the adv. αἰνικτηρίως, in riddles, Aesch.