ἀκανθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Μ [[ἀκανθολόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός που μαζεύει αγκάθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μικρολόγος]] [[συζητητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακανθολογώ]]].
|mltxt=-ον (Μ [[ἀκανθολόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός που μαζεύει αγκάθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[μικρολόγος]] [[συζητητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακανθολογώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκανθολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθολόγος Medium diacritics: ἀκανθολόγος Low diacritics: ακανθολόγος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akanthológos Transliteration B: akanthologos Transliteration C: akanthologos Beta Code: a)kanqolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).

Greek Monolingual

-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].

Greek Monotonic

ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.