ἀκραγής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκραγής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με [[σώμα]] λιονταριού και [[κεφάλι]] και φτερά αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκραγον</i>, [[κράζω]].
|mltxt=[[ἀκραγής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με [[σώμα]] λιονταριού και [[κεφάλι]] και φτερά αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκραγον</i>, [[κράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾰγής:''' -ές ([[κράζω]]), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκραγής Medium diacritics: ἀκραγής Low diacritics: ακραγής Capitals: ΑΚΡΑΓΗΣ
Transliteration A: akragḗs Transliteration B: akragēs Transliteration C: akragis Beta Code: a)kragh/s

English (LSJ)

ές, (κράζω)

   A not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr.803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές) · ἀκρόχολον AB369.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰγής: -ές, (κράζω) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. ὁπόθεν ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγος· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγη· πρβλ. ἀκλαγγί.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne crie pas, muet ; sel. d’autres qui crie fort, féroce.
Étymologie: ἀ- priv. ou augm., κράζω.

Spanish (DGE)

(ἀκρᾰγής) -ές

• Alolema(s): ἀκραγγ- Phot.α 831, An.Bachm.1.59
1 feroz, rabioso κύνες A.Pr.803, cf. Hsch., Phot.l.c., An.Bachm.l.c.
2 débil Hsch., Phot.l.c.

• Etimología: Cf. κράζω.

Greek Monolingual

ἀκραγής, -ὲς (Α)
1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει
2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ἔκραγον, κράζω.

Greek Monotonic

ἀκρᾰγής: -ές (κράζω), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.