ἀλοιητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλοιητήρ]] (-ῆρος), ο (AM)<br />αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθυντικό) <i>οι αλοιητήρες</i><br />οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του ρ. <i>ἀλοῶ</i>].
|mltxt=[[ἀλοιητήρ]] (-ῆρος), ο (AM)<br />αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (στον πληθυντικό) <i>οι αλοιητήρες</i><br />οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του ρ. <i>ἀλοῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλοιητήρ:''' -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, <i>ἀλ. ὀδόντες</i>, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοιητήρ Medium diacritics: ἀλοιητήρ Low diacritics: αλοιητήρ Capitals: ΑΛΟΙΗΤΗΡ
Transliteration A: aloiētḗr Transliteration B: aloiētēr Transliteration C: aloiitir Beta Code: a)loihth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω)

   A thresher, grinder, as Adj., σίδηρος Nonn. D. 17.237; ἀ. ὀδόντες grinders, AP11.379 (Agath.): metaph., λιμός Orac. ap. Jul.Mis.370a.

German (Pape)

[Seite 109] ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοιητήρ: ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, σίδηρος, Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.
Étymologie: ἀλοιάω.

Spanish (DGE)

-ῆρος

• Prosodia: [ᾰ-]
trillador σίδηρος Nonn.D.17.237, ἀ. ὀδόντες molares, AP 11.379 (Agath.)
fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).

Greek Monolingual

ἀλοιητήρ (-ῆρος), ο (AM)
αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.)
2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες
οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. του ρ. ἀλοῶ].

Greek Monotonic

ἀλοιητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, ἀλ. ὀδόντες, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.