ἀμείρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμείρω]] (Α)<br />[[στερώ]], [[αφαιρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. [[ἀμέρδω]], και προήλθε από τον αόρ. <i>άμερσα</i> αναλογικά [[προς]] το [[σχήμα]] [[κείρω]] (<i>ἔκερσα</i>)].
|mltxt=[[ἀμείρω]] (Α)<br />[[στερώ]], [[αφαιρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. [[ἀμέρδω]], και προήλθε από τον αόρ. <i>άμερσα</i> αναλογικά [[προς]] το [[σχήμα]] [[κείρω]] (<i>ἔκερσα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμείρω:''' [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείρω Medium diacritics: ἀμείρω Low diacritics: αμείρω Capitals: ΑΜΕΙΡΩ
Transliteration A: ameírō Transliteration B: ameirō Transliteration C: ameiro Beta Code: a)mei/rw

English (LSJ)

   A = ἀμέρδω, bereave, c. gen. rei, Pi.P.6.26.

German (Pape)

[Seite 121] untheilhaftig machen, berauben, Pind. P. 6, 27 βίον τιμᾶς. Vgl. ἀμέρδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείρω: ἀμέρδω, ἀποστερῶ, ἀφαιρῶ, μ. γεν. πράγμ. Πινδ. Π. 6. 27.

French (Bailly abrégé)

exclure de la participation.
Étymologie: ἀ, μείρομαι.

English (Slater)

ᾰμείρω
   1 rob c. acc. & gen. ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27)

Spanish (DGE)

privar c. gen. τιμᾶς Pi.P.6.27
abs. Gal.19.77, Hsch.s.u. ἀμείρεσθαι, ἀμείροντες; v. tb. ἀμέρδω.

Greek Monolingual

ἀμείρω (Α)
στερώ, αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)].

Greek Monotonic

ἀμείρω: αποστερώ, αφαιρώ ένα πράγμα, με γεν., σε Πίνδ.