ἀμφίκρημνος: Difference between revisions
(3) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίκρημνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γκρεμούς [[ολόγυρα]]<br /><b>1.</b> [[επικίνδυνος]], [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. | |mltxt=[[ἀμφίκρημνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γκρεμούς [[ολόγυρα]]<br /><b>1.</b> [[επικίνδυνος]], [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίκρημνος:''' -ον, [[περίκλειστος]] με βράχια, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 140] rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρημνος: -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ ἄγκος ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., ἀπάτη ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· ἐρώτημα ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré de précipices.
Étymologie: ἀμφί, κρημνός.
Spanish (DGE)
-ον
1 bordeado de riscos ἄγκος E.Ba.1051.
2 bordeado de precipicios ὁδός Amph.Seleuc.201, ἀλωή Nonn.D.13.127
•fig. ἀπάτη Luc.Philopatr.16.
3 fig. arriesgado Hsch.
•que presenta un dilema ἐρώτημα Gr.Naz.M.36.85A
•subst. dilema τὸ ἀ. τοῦτο ... τῆς ἀποκρίσεως Gr.Nyss.Eun.2.463.
Greek Monolingual
ἀμφίκρημνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γκρεμούς ολόγυρα
1. επικίνδυνος, απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρημνός.
Greek Monotonic
ἀμφίκρημνος: -ον, περίκλειστος με βράχια, σε Ευρ.