ἀνάδαστος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάδαστος]], -ον (Α) [[ἀναδατέομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάδαστον ποιῶ τι», [[ακυρώνω]], [[ματαιώνω]], [[καταργώ]].
|mltxt=[[ἀνάδαστος]], -ον (Α) [[ἀναδατέομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάδαστον ποιῶ τι», [[ακυρώνω]], [[ματαιώνω]], [[καταργώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδαστος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, <i>ἀν. γῆν ποιεῖν</i> (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀν. ποιεῖν τι</i>, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδαστος Medium diacritics: ἀνάδαστος Low diacritics: ανάδαστος Capitals: ΑΝΑΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anádastos Transliteration B: anadastos Transliteration C: anadastos Beta Code: a)na/dastos

English (LSJ)

ον,

   A divided anew, redistributed, ἀ. γῆν ποιεῖν Pl.Lg.843b; ἀ. ποιεῖν τὴν χώραν Arist.Pol.1307a2; τὰς οὐσίας ἀ. ποιεῖν 1305a5, cf. 1309a15.    II later, ἀ. ποιεῖν τι undo, rescind, OGI669.20 (Egypt, i A.D.), Luc.Abd.11.    III Adv. -τως· ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 185] vertheilt, bes. γῆν ἀνάδαστον ποιεῖν, ein Land von neuem zu gleichen Theilen unter die Bewohner rheilen, Plat. Legg. VIII, 843 b; Plut. Cam. 8. Bei Sp. eine Entscheidung rückgängig, ungültig machen, δικαστήριον, Luc. Abd. 11; τὰ πραχθέντα, acta rescindere, Dio C. 54, 28; vgl. ἀνάδικος; – ἀνάδαστον γίγνεσθαι ὄγκον, auseinandergehen, Plut. Symp. 3, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδαστος: -ον, ὁ ἐκ νέου διαμοιρασθείς, «ξαναμοιρασθείς», ἀν. γῆν ποιεῖν, ἰδίως ἐπὶ δημαγωγῶν, (πρβλ. ἀναδασμός), Πλάτ. Νόμ. 843Β· ἀν. ποιεῖν τὴν χώραν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4· τὰς οὐσίας ἀν. ποιεῖσθαι αὐτόθι 5. 5, 5, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. παρὰ μεταγ., ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλειν, λύειν, παραλύειν, ἀκυροῦν, Λουκ. Ἀποκηρ. 11: πρβλ. Ρουγκίου Τίμ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 partagé de nouveau;
2 annulé, non valable.
Étymologie: ἀναδαίω².

Spanish (DGE)

-ον
I 1nuevamente dividido, redistribuido ἀ. γῆν ποιεῖν Pl.Lg.843b, ἀ. ποιεῖν τὴν χώραν Arist.Pol.1307a2, τὰς οὐσίας ἀ. ποιεῖν 1305a5, τὴν μὲν ὠφέλειαν ... ἀ. μὴ γενέσθαι Plu.Cam.8.
2 rescindido, anulado, disuelto ἀγορασμοὺς ἀ. ποιεῖν OGI 669.20 (I a.C.), PRoss.Georg.2.20.6 (II a.C.), τὴν κρίσιν ἀ. ποιήσαντες Fauorin.Cor.31, (τὸ δικαστήριον) ἀ. ποιεῖν disolver (el tribunal) Luc.Abd.11, ἀ. τὰ πραχθέντα αὐτῷ πάντα γίγνεται D.C.54.28.4.
II adv. -ως· ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος Hsch.

Greek Monolingual

ἀνάδαστος, -ον (Α) ἀναδατέομαι
1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε
2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ.

Greek Monotonic

ἀνάδαστος: -ον, I. αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, ἀν. γῆν ποιεῖν (πρβλ. ἀναδασμός), σε Πλούτ.
II. ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε Λουκ.