ἀναχάσκω: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀναχάσκω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] βλακωδώς, [[χαζεύω]]<br /><b>2.</b> [[γελώ]] [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω το [[στόμα]] μου ανοιχτό, [[χάσκω]]. | |mltxt=(Α [[ἀναχάσκω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] βλακωδώς, [[χαζεύω]]<br /><b>2.</b> [[γελώ]] [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω το [[στόμα]] μου ανοιχτό, [[χάσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναχάσκω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *[[ἀναχαίνω]], μέλ. <i>-χᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἀνέχᾰνον</i>, παρακ. -[[κέχηνα]]· [[ανοίγω]] το [[στόμα]], [[χάσκω]] με ανοιχτό [[στόμα]], σε Αριστοφ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
only pres. and impf., Ar.Av.502, Fr.68, Luc.VH2.1; poet.
A ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. Αναχαίνω, fut. -χᾰνοῦμαι Hp.Superf.29: aor. 2 ἀνέχᾰνον: pf. ἀνακέχηνα:—open the mouth, gape wide, ἀναχανὼν μέγα Ar.Eq.641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.Nat.Mul.45.
German (Pape)
[Seite 215] = ἀναχαίνω, nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχάσκω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. ἀναχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· στόμα ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
att. p. ἀναχαίνω.
Étymologie: ἀνά, χάσκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poet. ἀγχ- Pherecr.196
abrir la boca Ar.Au.502, Fr.68, Pherecr.l.c., Luc.VH 2.1
•medic. abrirse del cuello de la matriz, Alcmaeo B 3, Hp.Superf.32, Vict.1.30.
Greek Monolingual
(Α ἀναχάσκω)
νεοελλ.
1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω
2. γελώ δυνατά
αρχ.
έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω.
Greek Monotonic
ἀναχάσκω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *ἀναχαίνω, μέλ. -χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἀνέχᾰνον, παρακ. -κέχηνα· ανοίγω το στόμα, χάσκω με ανοιχτό στόμα, σε Αριστοφ., Λουκ.