ἀμφίζευκτος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίζευκτος]], -ον (Α)<br />(για ποταμούς, χαράδρες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που [[είναι]] ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με [[γέφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]. | |mltxt=[[ἀμφίζευκτος]], -ον (Α)<br />(για ποταμούς, χαράδρες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που [[είναι]] ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με [[γέφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίζευκτος:''' -ον ([[ζεύγνυμι]]), δεμένος και από τις [[δύο]] πλευρές, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A joined from both sides, A.Pers.130.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
-ον
uncido por ambas orillasdel Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.
Greek Monolingual
ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.