ἀσυγκέραστος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγκέραστος:''' -ον ([[συγκεράννυμι]]), μη αναμειγμένος, [[αμιγής]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκέραστος Medium diacritics: ἀσυγκέραστος Low diacritics: ασυγκέραστος Capitals: ΑΣΥΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkérastos Transliteration B: asynkerastos Transliteration C: asygkerastos Beta Code: a)sugke/rastos

English (LSJ)

ον,

   A untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 379] ungemischt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: ἀ, συγκεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.