ἀρχαιοτροπία: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχαιοτροπία]], η (Α) [[αρχαιότροπος]]<br />τα αρχαία ήθη, ο [[παραδοσιακός]] [[τρόπος]].
|mltxt=[[ἀρχαιοτροπία]], η (Α) [[αρχαιότροπος]]<br />τα αρχαία ήθη, ο [[παραδοσιακός]] [[τρόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχαιοτροπία:''' ἡ, [[αρχαίος]] [[τρόπος]] ή αρχαίο [[ήθος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοτροπία Medium diacritics: ἀρχαιοτροπία Low diacritics: αρχαιοτροπία Capitals: ΑΡΧΑΙΟΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: archaiotropía Transliteration B: archaiotropia Transliteration C: archaiotropia Beta Code: a)rxaiotropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A old fashioned ways, Plu.Phoc.3.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, alterthümliche Sitte u. Lebensart, Plut. Phoc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοτροπία: ἡ, ἀρχαῖος τρόπος, ἀρχαῖον ἦθος, Πλουτ. Φωκ. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
simplicité des mœurs antiques.
Étymologie: ἀρχαιότροπος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
austeridad, primitivismo ἡ Κάτωνος ἀ. Plu.Phoc.3.

Greek Monolingual

ἀρχαιοτροπία, η (Α) αρχαιότροπος
τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος.

Greek Monotonic

ἀρχαιοτροπία: ἡ, αρχαίος τρόπος ή αρχαίο ήθος, σε Πλούτ.