βυσσομέτρης: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνην καλεῖς δὴ τὸ πολέμου τέλος → do you actually call the end of war peace, do you in fact call peace the end of war
(big3_9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[medidor del fondo del mar]]de un pescador <i>AP</i> 6.193 (Stat.Flacc.). | |dgtxt=-ου, ὁ [[medidor del fondo del mar]]de un pescador <i>AP</i> 6.193 (Stat.Flacc.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βυσσομέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που μετρά τα [[βάθη]] της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A measuring the deeps, epith. of a fisherman, AP6.193 (Stat. Flacc.).
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, Tiefenmesser, Flacc. 4 (VI, 193), vom Fischer.
Greek (Liddell-Scott)
βυσσομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν τὰ βάθη, ἐπίθ. τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. II. 6. 193.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui explore les abîmes de la mer en parl. d’un pêcheur.
Étymologie: βυσσός, μετρέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medidor del fondo del marde un pescador AP 6.193 (Stat.Flacc.).
Greek Monotonic
βυσσομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τα βάθη της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.