ἐξιστάνω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(12)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[εξίσταμαι]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[εξίσταμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξιστάνω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἐξίστημι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιστάνω Medium diacritics: ἐξιστάνω Low diacritics: εξιστάνω Capitals: ΕΞΙΣΤΑΝΩ
Transliteration A: existánō Transliteration B: existanō Transliteration C: eksistano Beta Code: e)cista/nw

English (LSJ)

later form of ἐξίστημι, LXX 3 Ma.1.25, Dsc.4.73:—also ἐξιστάω, Act.Ap.8.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξίστημι, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Α΄, 25), Πράξ. Ἀποστ. η΄, 9, Διοσκ. 4. 74.

Greek Monolingual

βλ. εξίσταμαι.

Greek Monotonic

ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος του ἐξίστημι, σε Καινή Διαθήκη